γένυς

γένυς
γένῡς , γένυς
jaw
fem acc pl
γένυς
jaw
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γένυς — ( υος), η (Α) 1. η κάτω γνάθος, το σαγόνι 2. πληθ. αἱ γένυες η άνω και η κάτω γνάθος, τα σαγόνια 3. μάγουλο 4. η κόψη τού τσεκουριού 5. το τσεκούρι 6. το άκρο τού αγκιστριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Παλιά ινδοευρ. λ. που δηλώνει ένα μέρος τού σώματος και… …   Dictionary of Greek

  • γενύεσιν — γένυς jaw fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενύεσσι — γένυς jaw fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενύεσσιν — γένυς jaw fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενύων — γένυς jaw fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γένυ — γένυς jaw fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γένυας — γένυς jaw fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γένυες — γένυς jaw fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γένυν — γένυς jaw fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γένυος — γένυς jaw fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”